αλφάδιασμα

αλφάδιασμα
το [αλφαδιάζω]
ο καθορισμός μιας οριζόντιας θέσης μιας επιφάνειας με το αλφάδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλφάδιασμα — το η οριζοντίωση που πετυχαίνεται με το αλφάδι: Tο αλφάδιασμά του ήταν πάντα άψογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • στάθμιση — η 1. ζύγισμα. 2. αλφάδιασμα. 3. αναμέτρηση, υπολογισμός: Είναι δύσκολη η στάθμιση των συνεπειών αυτής της ενέργειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάφνισμα — το αλφάδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”